χορδᾶν

χορδᾶν
χορδή
guts
fem gen pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χορδάν — χορδά̱ν , χορδή guts fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”